τσελβόλ, το, άκλ. ουσ. [;], ανθεκτικό ύφασμα όχι ιδιαίτερα καλής ποιότητας, ιδίως εύχρ. στη φρ. τσελβόλ, πλύνε βάλε, λέγεται υποτιμητικά για ρούχο κακής ποιότητας, αλλά ανθεκτικό, που χρησιμοποιείται συνέχεια λόγω ελλείψεως άλλου: «έχει ένα κουστούμι, που τ’ αγόρασε πριν από χρόνια κι αυτό είναι, τσελβόλ, πλύνε βάλε».